- υποσχετικό(ν)
- το письменное обязательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποσχετικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την υπόσχεση. 2. ο πρόθυμος σε υποσχέσεις, που υπόσχεται εύκολα. 3. το θηλ. ως ουσ., υποσχετική η μεταγραφή αθλητή (κυρ. ποδοσφαιριστή) από το σωματείο όπου ανήκει σε άλλο για ορισμένο χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαγγελτικός — ή, ό (Α ἐπαγγελτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις 2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση 3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ.. επίρρ... έπαγγελτικώς με τρόπο υποσχετικό … Dictionary of Greek
πιττάκιον — το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α 1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο 2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή… … Dictionary of Greek
υποσχετικός — ή, ό / ὑποσχετικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση) 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικό έγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος… … Dictionary of Greek
Κυβέλος — Επώνυμο σημαντικής οικογένειας της Μάνης. Υπάρχουν αναφορές για τη δραστηριότητα κάποιων μελών της από τις αρχές του 18ου αι. 1. Γεωργάκης. Ήταν φίλος του Τζανήμπεη Γρηγοράκη. Συνυπέγραψε στις 15 Αυγούστου 1806 το υποσχετικό της υποταγής της… … Dictionary of Greek